Τὴν ὕμνησαν πουλιὰ τῶν Γρεβενῶν, τῆς τραγουδῆσαν τὰ ἀηδόνια τοῦ
Μετσόβου, νανούρισε γενιὲς παιδιῶν: «Κοιμήσου καὶ παρήγγειλα στὴν Πόλη
τὰ προικιά σου / στὰ Γιάννενα τὰ ροῦχα σου καὶ τὰ χρυσαφικά σου».
Γιάννενα! Ἡ πόλη τῶν θρύλων καὶ τῶν παραδόσεων. Ἡ πόλη τῶν ἀσημουργῶν
καὶ τῶν μεγάλων τοῦ Γένους Εὐεργετῶν. Ἡ πόλη τῶν γραμμάτων καὶ τῶν
τεχνῶν: «Γιάννενα πρῶτα στ᾿ ἄρματα, στὰ γρόσια καὶ στὰ γράμματα».
Σὰν ξεγυρίσεις ἀπ᾿ τοῦ Δρίσκου τὴν κορφὴ ἀπ᾿ τὴν παλιὰ τὴν Ἐθνική, ἀπὸ
Θεσσαλονίκη, καὶ δεῖς... Θὰ σοῦ κοπεῖ ἡ φωνή, θὰ κλάψεις. Θὰ πεῖς καὶ
σὺ σὰν τὸν θλιμμένο ποιητή: «Ἄρα θὰ ζήσω γιὰ νὰ δῶ τὰ Γιάννενα ἀπ᾿ τὸ
Δρίσκο;».
Μπροστά σου ἡ λίμνη ὀνειρική. Ἀπέναντι νυφούλα αἰώνων μυθικὴ ἡ πόλη τῶν
γραμμάτων. Κι ἐκεῖ στῆς λίμνης τὴν ἀσημικὴ ἀγκαλιὰ κατα μεσὶς τὸ πιὸ
ὄμορφο λιμνῶν νησὶ τοῦ κόσμου· μὲ τὰ ἑφτά του Μοναστήρια, μικρὸ
Ἁγιονόρος! Μιὰ διαμαντόπετρα στῆς ὀμορφιᾶς τὸ δαχτυλίδι.
Γιάννενα! Ἡ πόλη πέντε αἰῶνες τυραννιέται στὴ σκλαβιά. Στοῦ θρυλικοῦ
της κάστρου τὰ ὑγρὰ μπουντρούμια μέχρι καὶ σήμερα θαρρεῖς ἀκούγονται τῶν
σκλάβων οἱ φωνές, τὰ βογγητά. Πέντε αἰῶνες! Ἦταν μήνας Ὀκτώβριος τοῦ
ἔτους 1431, ὅταν, ὅπως σημειώνει στὸ «Χρονικόν» του ὁ Γεώργιος
Φραντζῆς, «ἀπῆρεν ὁ μπεγλέρμπεης τῶν Τούρκων τοὔνομα Σινάνης τὰ Ἰωάννινα
καὶ τὴν αὐτῶν περιοχήν». Ἀπὸ τότε ἡ νύχτα δὲν ἔλεγε νὰ ξημερώσει.
Ὥσπου κάποια μέρα ἄρχισε νὰ ροδίζει ἡ ἀνατολή. Ἦταν καὶ πάλι μήνας
Ὀκτώβριος, τοῦ ἔτους 1912 τώρα, ὅταν ἄρχισε ἡ ξέφρενη προέλαση τοῦ
στρατοῦ μας πρὸς τὶς σκλαβωμένες περιοχὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ κι οἱ ἀετοὶ
ζυγῶσαν στὸ Μπιζάνι. Ἡ πολιορκημένη πόλη καρτερεῖ. Περνοῦν οἱ μέρες,
μῆνες. Τόσων αἰώνων στεναγμοὶ ἀναζητοῦν τὴ στιγμὴ τῶν ἀτελειώτων
προσευχῶν. Μὰ τὸ Μπιζάνι μένει ἀπόρθητο. Ἀπὸ τοῦ λόφου τὶς κορφὲς ψηλά,
θερίζον τας τῶν ἡρώων τὰ κορμιά, βρυχᾶται ἡ «Σκύλλα» ἄγρια. Ἔτσι εἶχαν
ὀνομάσει οἱ στρατιῶτες μας μιὰ συστοιχία κανονιῶν πάνω στὰ ὑψώματα τοῦ
Μπιζα νιοῦ. Ἡ ὅλη ὀχύρωση ἦταν ἔργο τοῦ Γερμανοῦ στρατηγοῦ Φὸν Γκόλτς,
ποὺ μὲ 112 πυροβόλα θωράκισε τὸ Μπιζάνι καὶ τὴν γύρω περιοχὴ σὲ ἀκτίνα
10 χιλιομέτρων, τεῖχος ἀδιαπέραστο. «Σᾶς παραδίδω τὸν τάφο τῆς
Ἑλλάδος», εἶχε πεῖ στοὺς Τούρκους στρατηγούς, παραδίδοντάς τους τὰ
ἀπόρθητα ὀχυρά.
Ἔπειτα ἔπεσε ὁ χιονιὰς βαρύς... Τὸ σάβανό του σκέπασε ὁλάκαιρη τὴ γῆ, καὶ τὰ φτερὰ τῶν ἀετῶν κρουστάλλιασαν:
«Μοῦ γράφεις, Μάνα, μιὰ γραφὴ καὶ μὲ ρωτᾶς τί κάνω / στοῦ Μπιζανιοῦ τὴν παγωνιά, στὸ κρύο θὰ πεθάνω.
Δὲν μὲ τρομάζουν, Μάνα μου, οἱ σφαῖρες τὰ κανόνια / μόν’ μὲ φοβίζει ἡ παγωνιά, τοῦ Μπιζανιοῦ τὰ χιόνια.
Λειτούργησε στὴν Παναγιὰ κι ἄναψε κι ἁγιοκέρι / νὰ κάνει θαῦμα, Μάνα μου, νὰ γίνει καλοκαίρι».
Ἀλλὰ τὸ θαῦμα ἀργοῦσε...
Ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε ἀπὸ μῆνες ἐλευθερωθεῖ, ἡ Μακεδονία ἔπλεε στὰ
γαλανόλευκα, μὰ
ὁ χειμώνας βάραινε καὶ ἡ «Σκύλλα» ἔτρωγε λυσσασμένη. Στὶς 3 Δεκεμβρίου θέρισε τὸ παράτολμο Κρητικὸ Τάγμα· ἀπὸ τοὺς 1.370 ἄνδρες του, ὅλοι φοιτητές, ἔπεσαν οἱ 913 καὶ ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί του μέχρις ἑνός! Ὥσπου ἔφθασε, ἐλεύθερος πιὰ ἀπ᾿ τῆς Μακεδονίας τὴν προέλαση, ὁ Ἀρχιστράτηγος, διάδοχος Κωνσταντῖνος. Τὸ σχέδιό του ἐκπληκτικό: Ἐξαπάτησε τοὺς Τούρκους ὅτι δῆθεν ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ δεξιά, χτυπώντας τὸ Μπιζάνι· μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα ὅμως τὴν τελευταία μέρα μετέφερε τὸν κύριο ὄγκο τοῦ στρατοῦ μέσα ἀπὸ τὶς χαράδρες τοῦ Ὀλύτσικα στὴν ἀριστερὴ πλευρά, ἐνῶ μικρὲς δυνάμεις θὰ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Τούρκους στὰ δεξιὰ καὶ στὸ Μπιζάνι. Ἡ γενικὴ ἐπίθεση ἐκδηλώθηκε καταιγιστικὴ στὶς 20 Φεβρουαρίου μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Οἱ Τοῦρκοι ὑποχώρησαν πανικόβλητοι καὶ οἱ Ἕλληνες τοὺς καταδίωξαν πρὸς τὰ Ἰωάννινα. Δύο τολμηροὶ ταγματάρχες, ὁ Βελισσαρίου καὶ ὁ Ἰατρίδης, ξεπερνώντας τὸ σημεῖο ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ σταματήσουν, ἔφτασαν πρὸς τὸ βράδυ μὲ τὰ τάγματά τους στὴν ἄκρη τῆς πόλεως. Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ἦταν ὅλος ὁ ὄγκος τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων καὶ ὁ Ἐσὰτ πασὰς ἀποφάσισε νὰ παραδώσει τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη μέρα, 21 Φεβρουαρίου, ὑπογράφηκε ἡ παράδοση.
ὁ χειμώνας βάραινε καὶ ἡ «Σκύλλα» ἔτρωγε λυσσασμένη. Στὶς 3 Δεκεμβρίου θέρισε τὸ παράτολμο Κρητικὸ Τάγμα· ἀπὸ τοὺς 1.370 ἄνδρες του, ὅλοι φοιτητές, ἔπεσαν οἱ 913 καὶ ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί του μέχρις ἑνός! Ὥσπου ἔφθασε, ἐλεύθερος πιὰ ἀπ᾿ τῆς Μακεδονίας τὴν προέλαση, ὁ Ἀρχιστράτηγος, διάδοχος Κωνσταντῖνος. Τὸ σχέδιό του ἐκπληκτικό: Ἐξαπάτησε τοὺς Τούρκους ὅτι δῆθεν ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθεῖ ἀπὸ δεξιά, χτυπώντας τὸ Μπιζάνι· μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα ὅμως τὴν τελευταία μέρα μετέφερε τὸν κύριο ὄγκο τοῦ στρατοῦ μέσα ἀπὸ τὶς χαράδρες τοῦ Ὀλύτσικα στὴν ἀριστερὴ πλευρά, ἐνῶ μικρὲς δυνάμεις θὰ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Τούρκους στὰ δεξιὰ καὶ στὸ Μπιζάνι. Ἡ γενικὴ ἐπίθεση ἐκδηλώθηκε καταιγιστικὴ στὶς 20 Φεβρουαρίου μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Οἱ Τοῦρκοι ὑποχώρησαν πανικόβλητοι καὶ οἱ Ἕλληνες τοὺς καταδίωξαν πρὸς τὰ Ἰωάννινα. Δύο τολμηροὶ ταγματάρχες, ὁ Βελισσαρίου καὶ ὁ Ἰατρίδης, ξεπερνώντας τὸ σημεῖο ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ σταματήσουν, ἔφτασαν πρὸς τὸ βράδυ μὲ τὰ τάγματά τους στὴν ἄκρη τῆς πόλεως. Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ἦταν ὅλος ὁ ὄγκος τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων καὶ ὁ Ἐσὰτ πασὰς ἀποφάσισε νὰ παραδώσει τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη μέρα, 21 Φεβρουαρίου, ὑπογράφηκε ἡ παράδοση.
Ὁ Κωνσταντῖνος μὲ τὸ σχέδιό του ἀπέσπασε τότε παγκόσμιο θαυμασμό. Ὅταν
δὲ συνάντησε τὸν Βελισσαρίου, τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τὸν φιλοῦσε,
τοῦ εἶπε: «Τώρα, τί νὰ σὲ κάνω; Νὰ σὲ δείρω ἢ νὰ σὲ φιλήσω, ἀγαπημένε
μου τρελέ;»!
Ἡ πόλη ντύθηκε ἀστραπιαῖα στὰ γαλανόλευκα. Οἱ καμπάνες χτυποῦν
πανηγυρικά, οἱ κάτοικοι παραληροῦν, φιλιοῦνται μεταξύ τους μὲ τὸ
«Χριστὸς Ἀνέστη»! Ὅλη ἡ πολιτεία τῶν θρύλων καὶ τῶν γραμμάτων
περιέρχεται σὲ κατάσταση μέθης καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ἀπὸ τὴ
μία μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος ξεσποῦν ξέφρενοι πανηγυρισμοί:
«Τὰ πήραμε τὰ Γιάννενα. Μάτια πολλὰ τὸ λένε.Μάτια πολλὰ τὸ λένε ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε»!
Στὴν Ἀθήνα πλημμυρίζει ἡ πλατεία Συντάγματος. Στὴ Θεσσαλονίκη
ὀργανώνεται τὸ βράδυ φαντασμαγορικὴ λαμπαδηφορία: 100.000 ἄνθρωποι,
Ἕλληνες, Ἑβραῖοι καὶ κάθε ἐθνότητας, ἀκόμα καὶ Τοῦρκοι, κρατώντας 50.000
ἀναμμένα φαναράκια – δὲν βρίσκονταν ἄλλα – περνοῦν ἀπὸ τὴν παραλία, τὸ
Διοικητήριο, τὴν Ἐγνατία τραγουδώντας καὶ ζητωκραυγάζοντας: «Τὰ πήραμε
τὰ Γιάννενα!...».
Τὴν ἑπόμενη μέρα, 22 Φεβρουαρίου, ὁ Κωνσταντῖνος εἰσέρχεται μὲ τὸ
στράτευμα στὴν πόλη. Μόλις, ὡραῖος καὶ μυθικός, καβάλα στ’ ἄλογό του
φαίνεται ὁ ἐλευθερωτὴς Ἀρχιστράτηγος, γίνεται ἔκρηξη: Οἱ κάτοικοι
μεθοῦν! Κλαῖνε καὶ γελοῦν, ζητωκραυγάζουν καὶ δακρύζουν, ψάλλουν καὶ
τραγουδοῦν, πυροβολοῦν στὸν ἀέρα· ὅλοι θέλουν ν᾿ ἀγγίξουν τὸ ἄλογό του,
νὰ φιλήσουν τὸ σπαθί του. Ἀγκαλιάζουν καὶ τὰ ἄλογα τῶν ἱππέων, φιλοῦν τὰ
χαλινάρια τους, οἱ γυναῖκες γονατισμένες ραίνουν μὲ ἄνθη, δαφνόφυλλα,
ἀρώματα καὶ ρύζι τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τοὺς ἥρωες, καὶ ὅλοι μαζὶ
πορεύονται πρὸς τὴ Μητρόπολη, ὅπου ψάλλεται δοξολογία εὐγνωμοσύνης στὸν
δωρεοδότη Θεό.
Σήμερα, 100 χρόνια ἀπὸ τότε, μιὰ πληγὴ παραμένει ἀνοιχτὴ καὶ αἱμορραγεῖ
ἀκόμη: ἡ Βόρειος Ἤπειρος· ποὺ ἐλευθερώθηκε τότε καὶ ἐκείνη, ἀλλὰ τὰ
συμφέροντα τῶν «μεγάλων» τὴν παρέδωσαν στὸ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργηθὲν
κράτος τῆς Ἀλβανίας, ὁδηγώντας σὲ νέο μαρτύριο τὸν ἐκεῖ Ἑλληνισμό. Ἡ
μαρτυρικὴ περιοχὴ ἀποτελεῖ πρόκληση γιὰ μᾶς σήμερα.
Πέρασαν πράγματι 100 χρόνια! Τώρα κάτω ἀπὸ τὴ φρικτὴ «Σκύλλα» βρίσκεται
τὸ ὑπέροχο Μουσεῖο Κέρινων Ὁμοιωμάτων ποὺ δημιούργησε ὁ μεγάλος
καλλιτέχνης – ἀείμνηστος πιά – Παῦλος Βρέλλης, ζωντανεύοντας ὅλη μας τὴν
ἱστορία. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τόπου ἔγινε μὲ συμβολικὴ σημασία. Ἔτσι τὸ
Μπιζάνι συμπυκνώνει τὴν ἱστορία, ἀποτελεῖ καύχημα γιὰ τὴ σύγχρονη
μεγαλούπολη τῆς Ἠπείρου, προσκύνημα τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ καὶ ἔμπνευση γιὰ
μᾶς νὰ συνεχίζουμε τὴν ἱστορική μας πορεία στὸ πνεῦμα τῶν Μπιζανομάχων
καὶ ὅλων τῶν ἡρώων τῆς ἱστορίας μας.
Άν δεν παινέψουμε τον τόπο μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το Παραμυθιά...κάπως μου ακούγεται!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχαχα!!Έτσι είναι οι αλλαγές..
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι πάντα ωραίες...