ΕΤΣΙ ΝΙΚΗΣΑΝ
Ένιωσε τη θαλπωρή του οκτωβριανού ήλιου να τον ζεσταίνει. Ώρα τώρα καθόταν στο παγκάκι του πάρκου και, χωρίς να βλέπει, άκουγε γύρω του τα παιδιά να χαλούν τον κόσμο με τα παιχνίδια τους. Κάποια απ’ αυτά πότε - πότε τραγουδούσαν και κανένα στίχο ενός τραγουδιού, που τους έμαθε ο δάσκαλός τους για την 28η Οκτωβρίου. Αναγάλλιαζε η ψυχή του γέρου σαν τ’ άκουγε και περίμενε πότε η παρέα των μικρών παιδιών θα το ξανάλεγε.
Η αίσθηση ότι κάποιος τον πλησίασε, τον έκανε να μαζευτεί στο παγκάκι του. Άκουσε κάτι σαν ρόδες να σταματούν δίπλα του και κάποιον να λέει : «Θα γυρίσω σε μια ώρα να σε πάρω πατέρα».
- Έχετε ώρα εδώ ; άκουσε τον άγνωστο δίπλα του να τον ρωτά.
- Ναι, είναι ωραίο να κάθεσαι στον ήλιο και ν’ ακούς τα παιδιά να παίζουν.
- Έχετε καιρό που δεν βλέπετε ;
Χαμογέλασε ο γερό - Ευθύμης.
- Καιρό ; Ο χρόνος λες και σταμάτησε σε κείνη τη μέρα κι ας έχουν περάσει από τότε εξήντα χρόνια.
Ξαφνικά το πρόσωπό του ζωήρεψε.
- Τ’ ακούτε, τ’ ακούτε ; είπε ο γερό - Ευθύμης.
Το τραγούδι των παιδιών έφτασε ολοζώντανο στα αυτιά τους.
- Τότε, σ’ αυτόν τον πόλεμο. Εκεί τ’ άφησα τα μάτια μου. Στα βορειοηπειρωτικά βουνά άφησα το φως μου. Τ’ ακούτε τα παιδιά που τραγουδούν ; Τραγουδούν για τα μάτια μου που έχασα και για το φως της Ελλάδας που δεν σβήνει ποτέ ! Αλήθεια σας λέω, κύριε, όταν ακούω αυτά τα παιδιά να τραγουδούν, νιώθω πως δεν μου λείπει το φως.
Η σιωπή του άγνωστου έκανε τον γερό-Ευθύμη να παραξενευτεί.
- Ίσως σας φαίνονται υπερβολικά αυτά που λέω, όμως …
- Όχι, όχι, καθόλου υπερβολικά, τον διέκοψε ο άγνωστος. Σας νιώθω, σας καταλαβαίνω. Αν είχατε τα μάτια σας, θα βλέπατε πως κάθομαι χωρίς πόδια σ’ ένα καροτσάκι. Μόλις σας πλησίασα, λαχτάρησε η καρδιά μου. Κι όταν μου είπατε πως εκεί πάνω χάσατε τα μάτια σας, μου θυμίσατε έναν φίλο, έναν αδελφό που τον γνώρισα για τρεις ώρες μόνον κι ύστερα τον έχασα. Δεν έπαψα ποτέ να τον θυμάμαι, όμως κάτι τέτοιες μέρες δεν μπορεί να φύγει από τη σκέψη μου.
Ο γερό-Ευθύμης έγειρε πάνω στο μπαστούνι του συλλογισμένος. Πόσα δεν θύμιζε και σ’ αυτόν αυτός ο ξένος !
- Δεν πρόλαβα να πολεμήσω πολύ, συνέχισε ο άγνωστος. Σε μια συμπλοκή στο Μοράβα ένιωσα την οβίδα να με κόβει στα δυο. Οι Έλληνες με τον ενθουσιασμό της νίκης έτρεχαν, έτρεχαν να καταλάβουν το ύψωμα. Κι’ εγώ έκλεισα τα μάτια από τον πόνο και την εξάντληση και περίμενα το θάνατο.
Ταράχθηκε ο γερό-Ευθύμης κι ένιωσε το μπαστούνι να τρέμει κάτω από τα χέρια του.
- Αρκετή ώρα έμεινα έτσι περιμένοντας το θάνατο, άκουσε πάλι τον ξένο να του λέει, ως τη στιγμή που ο Θεός θέλησε να σκοντάψει επάνω μου αυτός που θα μου έσωζε τη ζωή, ένας τυφλός που ψαχούλευε απεγνωσμένα να βρει δρόμο στα βουνά, που να οδηγεί σε κατοικημένη περιοχή.
Φούσκωσε το στήθος του γερό-Ευθύμη. Ήθελε να κλάψει, να φωνάξει. Μα όχι. Θα περίμενε ν’ ακούσει την ιστορία ως το τέλος. Μπορεί κάτι ν’ άλλαζε.
- Έσκυψε επάνω μου, θυμάμαι, με αγάπη, άκουσε τη ραγισμένη φωνή του συντρόφου του να λέει, με σήκωσε και με φορτώθηκε στην πλάτη του. «Θα γίνεις εσύ τα μάτια μου», μου είπε, «κι εγώ θα γίνω τα πόδια σου». Εγώ τον οδηγούσα κι εκείνος περπατούσε ασταμάτητα, γιατί φοβόταν πως θα πέθαινα από την αιμορραγία. Λίγο έξω απ’ το χωριό μας βρήκαν λιπόθυμους από την εξάντληση. Από τότε δεν τον ξανάδα τον φίλο μου.
- Στράτο ! Στράτο δεν σε λένε ; Σε ρώτησα και μου το είχες πει. Θυμάσαι ;
Ο γερό-Ευθύμης είχε σηκωθεί όρθιος και έψαχνε δακρυσμένος τ’ απλωμένα χέρια του φίλου του. Και εκείνος τον έσφιξε μ’ αγάπη στην αγκαλιά του.
Κάπου μακριά, στην άλλη άκρη του πάρκου, ξανακούστηκε το τραγούδι των παιδιών.
-Πάμε κοντά τους, πρότεινε ο Στράτος. Πάμε να τους πούμε την ιστορία μας.
Κι έπιασε με τα δυο του χέρια τις λαβές του καροτσιού ο γερό-Ευθύμης. Και έγινε άλλη μια
φορά οδηγός του ο ανάπηρος φίλος του. Κι όσο πλησίαζαν προς τα παιδιά, τόσο η χαρά μεγάλωνε μέσα τους. Αφού υπήρχαν ακόμη παιδιά να την τραγουδούν, δεν έσβησε η Ελλάδα. Και σίγουρα εκείνα τα παιδιά, που τους κοιτούσαν τώρα απορημένα, ποτέ δεν θα μπορούσαν να φανταστούν, ως τη στιγμή που άκουσαν την ιστορία, πως ο γερό-Ευθύμης ήταν τυφλός, για να μπορούν αυτά ελεύθερα να παίζουν στον ήλιο, και πως ο γερό-Στράτος ήταν δίχως τα πόδια του, για να μπορούν αυτά να τρέχουν άφοβα ανάμεσα στις προτομές των ηρώων του πάρκου.
Μα το πιο σίγουρο είναι πως στο τέλος, αυτά τα παιδιά δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν μέσα απ’ τα παιδικά τους μάτια ποιοι φάνταζαν περισσότερο ήρωες, οι προτομές του πάρκου η τα δυο συμπαθητικά γεροντάκια που είχαν μπροστά τους και που μέσα στα ακρωτηριασμένα σώματά τους έκλειναν μια ψυχή ολόρθη και φωτεινή; Ολόρθη σαν την Ελλάδα και φωτεινή σαν τα ιδανικά της, την ανθρωπιά και την αδελφοσύνη.
(«Πατρίδα μου, Ελλάδα σ’ αγαπώ» Ελένης Βασιλείου)