
Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα
του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για
να φάνε αχιβάδες, γι΄αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει μες τη νύχτα με τα
δίχτυα στον ώμο. Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα, μπαίνει
στη θάλασσα.
Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία, όπως πάει να μπει
στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό
στον πάτο της θάλασσας. Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι
κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει : ¨Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα
στην παραλία..." Και αμέσως διορθώνει : "Στη δική μου παραλία.
"Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό,
θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες...." Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα,
σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό. Την αφήνει στην
ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό. Είναι
θεοσκότεινα...΄Ισως γι΄αυτό, όπως βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, πάλι
σκοντάφτει πάνω στη σακκούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.
Ο ψαράς σκέφτεται:"Δεν είμαι στα καλά μου". Βγάζει λοιπόν το σουγιά
του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες
σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες. Ο ψαράς ξανασκέφτεται "μα
ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες και τις πετάει στο
νερό..." Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την
πετάει στη θάλασσα.
Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ!
Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το πλουπ!
Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ! Μετά, αρχίζει να τις
εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ -πλουπ! Ύστερα προσπαθεί να τις
ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη, και με όλη του τη δύναμη,
πλουπ – πλαφ!....
Διασκεδάζει...ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες,
υπολογίζει το χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει...πότε
με δύο, πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα, και με τρεις μαζί...και
συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος.