Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Το Ρολόι του Χρόνου

Κάποτε, σε ένα μικρό χωριό, ζούσε ένας ωρολογοποιός, ο Νικόλας, γνωστός για την τέχνη και την ακρίβειά του. 

Ο Νικόλας είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του φτιάχνοντας ρολόγια. 

Τα ρολόγια του δεν ήταν απλά μηχανισμοί. 

Ήταν μικρά έργα τέχνης που μετρούσαν τον παλμό του χρόνου.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ένας νέος άνδρας μπήκε στο μαγαζί του. 

"Θέλω ένα ρολόι," είπε. "Όχι ένα συνηθισμένο. Θέλω ένα που να μου θυμίζει πώς να ζήσω τη ζωή μου."

Ο Νικόλας χαμογέλασε και έφτιαξε για τον άνδρα ένα μοναδικό ρολόι. 

Στο καντράν του, αντί για αριθμούς, χάραξε λέξεις:

Στις 12, η λέξη "Αρχή."

Στις 3, η λέξη "Ευγνωμοσύνη."

Στις 6, η λέξη "Συγχώρεση."

Στις 9, η λέξη "Αγκαλιά."

Όταν ο άνδρας τον ρώτησε γιατί το έκανε έτσι, ο Νικόλας απάντησε:

"Το ρολόι αυτό θα σου θυμίζει πως κάθε μέρα μπορεί να είναι μια νέα αρχή. Ότι η ευγνωμοσύνη σου δίνει δύναμη να προχωράς. Ότι η συγχώρεση είναι για την ψυχή σου, όχι για τους άλλους. Και ότι καμία στιγμή δεν είναι ολοκληρωμένη χωρίς μια αγκαλιά – πραγματική ή μεταφορική."

Ο άνδρας έφυγε, κρατώντας το ρολόι του σαν θησαυρό. Κάθε φορά που το κοίταζε, του θύμιζε πως ο χρόνος δεν είναι εχθρός αλλά δώρο.

Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο άνδρας έλεγε πως εκείνο το ρολόι δεν μετρούσε λεπτά και ώρες, αλλά στιγμές που άξιζε να ζήσει.

To ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής:

Ο χρόνος δεν είναι κάτι που ξοδεύουμε· είναι κάτι που γεμίζουμε με νόημα. 

Φτιάξε τη ζωή σου σαν το δικό σου μοναδικό ρολόι: γέμισέ τη με αρχές, ευγνωμοσύνη, συγχώρεση και αγάπη.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Το ελληνόπουλο (Βίκτωρ Ουγκώ)



Το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» γράφτηκε από τον Βίκτορα Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς, στις 30 Μαρτίου 1822. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεγάλος μυθιστοριογράφος ήταν θαυμαστής όχι μόνο της αρχαίας Ελλάδας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αλλά στήριξε μέσα από τα κείμενά του και τις δηλώσεις του την εθνική ιδέα και την ελληνική επανάσταση. «Η ιερή σας πατρίδα έχει την πιο βαθιά μου αγάπη. Σκέφτομαι την Αθήνα, όπως σκέπτεται κανείς τον ήλιο», έγραφε στους Κρήτες το 1867 και υπέγραφε: «Ο αδελφός σας Βικτώρ Ουγκώ.  Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ήταν από τους πρώτους που εξέφρασε τον αποτροπιασμό του, για την αρπαγή από τον Λόρδο Έλγιν των Μαρμάρων του Παρθενώνα.


.
Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λυγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια
καθρέφτιζε μέσ’ στὰ νερά.

Ἐρμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν’ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη
μέσ’ στὴν ἀφάνταστη φθορά.

-Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες
γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ
ματάκια σου ν ̓ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι
μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;

Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω
γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω
ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ
μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη
καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;

Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι;
Μήπως τὸ κρίνο ἀπ ̓ τὸ ̓Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ’ τὸ δεντρὶ
ποὺ μέσ’ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ’ ἕν’ ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει
μέσ’ ἀπ ̓ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;

Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα
καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ
τοῦτα; Πὲς! Τ’ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί; -Διαβάτη,
μοῦ κράζει τὸ ᾽Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτη θέλω, νά!


Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025