Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων που με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέσι καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα που προσέφεραν οι τρεις εξ Ανατολών Μάγοι στον ως Βρέφος ενανθρωπήσαντα Κύριο. Τα Δώρα αυτά ως γνωστόν είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα.
Ο χρυσός βρίσκεται υπό την μορφήν εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. x 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας. Ο λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξηνταδύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.
Επειδή κυρίως η πνευματική αλλά και η υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνησιν των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμόν εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51). Πιστεύεται δε από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιό του. Δεν χωρεί καμμιά αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, η Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ό,τι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου, και φυσικά, και τα Τίμια Δώρα.
Σύμφωνα με την ιστορικοθρησκευτική μας παράδοσι, προ της Κοιμήσεώς της η Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τιμία Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων όπου και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου. Κατά το έτος τούτο ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολι προς αγιασμόν του λαού και προστασία και προβολή της Βασιλευούσης. Εκεί παρέμειναν μέχρι και της αλώσεως της πόλεως από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με άλλα ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια. Με την υποχώρησι των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι της υποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Μετά την Άλωση η ευλαβεστάτη Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β'