Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα. Παίζανε και κρυφτό...
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά... πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:
«Έλα
αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα
κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να
'σαι ευτυχισμένο».«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω»,
είπε το αγόρι. «Θέλω ν' αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά.
Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ
δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και
πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα 'χεις λεφτά και θα 'σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ' τη χαρά της κι είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να 'σαι ευτυχισμένο».
«Δεν
έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να
δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι'αυτό χρειάζομαι
ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Εγώ δεν έχω σπίτι»,
είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά
μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα 'σαι ευτυχισμένο».
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα
το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν
τόσο ευτυχισμένη που