Κονσερβοποιηµένο παιχνίδι: αυτή την εντύπωση µου έδωσε η πρόσφατη βόλτα στην παιδική χαρά. Κυριακή πρωί, µε τη θερµοκρασία να επιµένει σε καλοκαιρινά επίπεδα, οι γονείς είχαν ξεχυθεί µε τα πιτσιρίκια τους στην πλατεία.
Η παιδική χαρά ήταν παραγκωνισµένη σε µια γωνία – το προαύλιο της εκκλησίας και η τσιµεντένια πλατεία δεν άφηναν περιθώρια για αίγλη. Ουρές σχηµατίζονταν στις κούνιες, στην τραµπάλα, στις δύο τσουλήθρες, στον µύλο. Η αγωνία ζωγραφιζόταν στα πρόσωπα των µικρών οι οποίοι διεκδικούσαν µια θέση στη διασκέδαση. Τραβούσαν την µπλούζα της µαµάς ή του µπαµπά δείχνοντας το αγαπηµένο τους παιχνίδι στο οποίο ήθελαν να ανεβούν. «Υποµονή», τα συµβούλευαν. «∆εν έχει έρθει η σειρά σου. Τώρα, κάνει κούνια το αγοράκι», έλεγαν. Τι; Πώς να είναι ένα παιδάκι υποµονετικό, όταν στερείται το αυτονόητο. Κάποια, πιο ήσυχα πάλι, παραιτήθηκαν από τη διεκδίκηση. Πήραν τα αρκουδάκια τους, τα λαστιχένια ζωάκια, την µπάλα τους και αποµακρύνθηκαν. Το ένα περιεργαζόταν το άλλο, όµως ελάχιστα ήταν αυτά που ένωσαν τα παιχνίδια και τη διάθεσή τους. Το «πώς σε λένε; Εµένα µε λένε Ελένη. Θες να παίξουµε;», ήταν ένας διάλογος που δεν ειπώθηκε. Είτε παρέµεναν αφοσιωµένα στη µοναξιά τους ή στα χάδια των γονέων τους ή στην πρόσκαιρη ικανοποίηση που προκαλεί η ζαλάδα από τον µύλο που γυρίζει µε φόρα.
Μια µητέρα µε την οποία µοιραζόµασταν το ίδιο παγκάκι εξέφρασε την ανησυχία της. «Ηθελα τον γιο µου πιο δυναµικό. Πιο κοινωνικό. Πιο χαρούµενο», δήλωσε και µετά έδωσε η ίδια την απάντηση στον εαυτό της: «Μεγαλώνει µε µεγάλους, παίζει µε µεγάλους, µιλάει µε µεγάλους...». Αυτό που δεν ειπώθηκε είναι ότι οι µεγάλοι έχουνε µάθει – ή έχουν βολευτεί – να αγοράζουνε παιχνίδια (βιβλία, µπογιές, µπάλες, επιτραπέζια, αυτοκινητάκια, κούκλες)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου