Είναι Οκτώβριος του 1941, η εποχή που αρχίζει να βασιλεύει η πείνα και η στέρηση.
Ο μικρός Αντώνης είναι δώδεκα χρόνων. Έχει τη μητέρα του που ξενοδουλεύει κι όλο κάτι φέρνει, κι έχει τα δύο μικρότερα αδέλφια του, που όλο και περιμένουν τι θα τούς φέρει.
Έτσι ο Αντώνης, ας είναι μικρός, έχει μπει στα βάσανα και στις ευθύνες. Είναι ο «προστάτης του σπιτιού», όπως τον λέει με καμάρι η χήρα μητέρα του.
Πότε ζεύεται το καρότσι του και το σέρνει κάνοντας μεταφορές από το σιδηροδρομικό σταθμό.
Πότε πάει στο βουνό με τη μητέρα τους και φέρνει το καροτσάκι τους βαρυφορτωμένο με ξύλα.
Πότε πάλι παίρνει δανεικά κουλούρια και τα πουλάει γυρίζοντας στους δρόμους με τον ταβλά του.
Ο φούρναρης της συνοικίας τον έχει δοκιμάσει και τον εμπιστεύεται. Μόλις ξεπουλήσει ο Αντώνης, επιστρέφει στο φούρνο και πληρώνει την τιμή των κουλουριών. Έτσι του μένει κάτι κι αυτού, ν’ αγοράσουν λίγο καλαμπόκι για το σπίτι. Όσο για αύριο, έχει πάλι ὁ Μεγαλοδύναμος.
Μια ημέρα ο Αντώνης είχε ατυχία στο εμπόριο του. Μερικά παιδιά, πεινασμένα, του άρπαξαν από τον ταβλά του δυό κουλούρια, κι έτσι την ημέρα εκείνη τ’ αδέρφια του δεν είχαν το λίγο αραποσιτένιο ψωμί τους.
Την άλλη μέρα θα δούλευε πιο πολύ, είπε, κι έτσι θα κέρδιζε τη διαφορά.
–Να προσέχεις, παιδάκι μου, μη σου τα ξαναπάρουν τζάμπα, του είπε η μητέρα του το πρωί πού έφευγε.
Ύστερα από μια ώρα ο Αντώνης έχει γεμάτο κουλούρια τον ταβλά του και στέκει σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Σε λίγο βλέπει να περνάει μια φάλαγγα γερμανικά αυτοκίνητα γεμάτα αιχμαλώτους. Ήταν Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Άγγλοι, Ινδοί.
Ένα από τα αυτοκίνητα, ανοιχτό επάνω, σταμάτησε για λίγο εκεί κοντά. Ο κόσμος μαζεύθηκε και κοίταζε τους άτυχους αιχμαλώτους. Ζύγωσε κι ο Αντώνης και κοίταζε. Ήταν νέοι άνδρες, με ύφος αγαθό και με έκφραση βασανισμένη. Είχαν μάγουλα αδυνατισμένα, γένια μακριά από την αξυρισιά και μάτια θολωμένα από την πείνα.
Όπως είχε πλησιάσει κοντά ο Αντώνης, παρατήρησε πως οι αιχμάλωτοι δεν ξεκολλούσαν τα μάτια τους από τα κουλούρια
του.
Τα κοίταζαν, τα κοίταζαν επίμονα, δίχως όμως να λένε καμιά λέξη, δίχως να κάνουν καμιά άλλη κίνηση.
Τα κοίταζαν, τα κοίταζαν επίμονα, δίχως όμως να λένε καμιά λέξη, δίχως να κάνουν καμιά άλλη κίνηση.
Ένιωσε ο Αντώνης πολύ την κατάστασή τους, γιατί και ο ίδιος ήξερε από πείνα. Δεν άντεξε περισσότερο. Ζύγωσε πιο κοντά κι έκανε να σηκώσει τον ταβλά του, για να τούς χαρίσει τρία τέσσερα κουλούρια. Ας μην πήγαινε στο σπίτι του ούτε την ημέρα εκείνη αραποσιτένιο ψωμί.
Πετάχθηκε όμως ο Γερμανός φρουρός με φοβέρες και νοήματα, που όλα σήμαιναν ότι ένα τέτοιο δώρο «απαγορεύεται αυστηρώς».
Το τελευταίο πολύ τον πεισμάτωσε τον Αντώνη. Τι τον ενδιέφερε το Γερμανό; Μήπως εκείνος θα
έχανε τίποτε δικά του κουλούρια; Μήπως εκείνου τ’ αδερφάκια θα έμεναν δίχως αραποσιτένιο ψωμί;
έχανε τίποτε δικά του κουλούρια; Μήπως εκείνου τ’ αδερφάκια θα έμεναν δίχως αραποσιτένιο ψωμί;
Προσποιείται λοιπόν κι ο Αντώνης ότι απομακρύνεται. Ύστερα με τρόπο πλευρίζει τ’ αυτοκίνητο από την άλλη μεριά και τότε δίνει ένα δυνατό τίναγμα του ταβλά του, χύνοντας όλα τα κουλούρια του μέσα στ’ αυτοκίνητο. Αμέσως ύστερα το έβαλε στα πόδια.
Όταν έφθασε στην αντικρινή γωνιά κι ένιωσε ασφάλεια, γύρισε και κοίταξε πίσω του. Οι αιχμάλωτοι είχαν αρπάξει τα κουλούρια, τα έτρωγαν με λαιμαργία και κοίταζαν με άπειρη ευγνωμοσύνη προς το μέρος του.
Οι άλλοι γύρω διαβάτες, οι Έλληνες –αδυνατισμένοι και πεινασμένοι διαβάτες– του έλεγαν ένα σωρό «εύγε» και «μπράβο» και «να σε χαίρεται, παιδάκι μου, η μάνα που σ’ έχει» και άλλα τέτοια. Ωστόσο το μεγάλο εύγε ερχόταν από αλλού. Του το έλεγε ο ευχαριστημένος εαυτός του.
Κίνησε και πήγε στο φούρνο με άδειο τον ταβλά του και με άδεια την τσέπη του. Έκαναν εκεί το λογαριασμό. Για να ξεχρεωθεί το νέο του έλλειμμα, χρειαζόταν να δουλέψει ο Αντώνης μια σχεδόν εβδομάδα δίχως κέρδος.
Στη μητέρα του διηγήθηκε όλη την ιστορία. Της είπε πως δεν άντεχε η καρδιά του, αυτός να κρατάει ψωμί κι άλλοι άνθρωποι να πεινούν τόσο πολύ. Λυπάται όμως που θα δουλεύει μια εβδομάδα, δίχως να φέρνει καλαμπόκι.
–Δεν πειράζει, παιδάκι μου, εσύ να είσαι καλά. Ο Θεός θα σου δίνει δύναμη για το καλό πού έκανες σήμερα, του είπε η καημένη η μάνα του […].
Ο μικρός Αντώνης είναι σε ψυχική ευγένεια ίδιος όπως και όλος ο λαός του. Έτσι και ο λαός του είναι πάντα πονετικός και συμπονάει τη δυστυχία, όπου τη βλέπει.
Από τη συλλογή Κ. Ρωμαίου (απόσπασμα)
Αναδημοσίευση κειμένου και σκίτσων από το Σχολικό Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, Αθήνα 1949.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου