Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα παιδάκι που το καλύτερο παιχνίδι του ήταν να σκαρφαλώνει σε μια μηλιά στο δασός. Αλλά και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Είχε ένα φίλο που του πρόσφερε τον ίσκιο της , τα μήλα και τα μεγάλα κλαδιά της για να σκαρφαλώνει το παιδάκι και να μένει αγκαλιασμένο επάνω της. Καθώς περνούσαν όμως τα χρόνια το παιδάκι μεγάλωνε και έπαιξε όλο και λιγότερο με την μηλιά. Ώσπου κάποτε άργησε πολύ να φανεί. Όταν τον είδε η μηλιά χάρηκε και του είπε:
-Έλα φίλε μου ανέβα στα κλαδιά μου.
-Μεγάλωσα πια, είπε ο νέος, δεν έχω όρεξη και είμαι και στεναχωρεμενος.
-Μεγάλωσα πια, είπε ο νέος, δεν έχω όρεξη και είμαι και στεναχωρεμενος.
-Γιατί καλέ μου φίλε; είπε η μηλιά.
-Χρειάζομαι χρήματα .
-Χρήματα δεν έχω αλλά κόψε τα μήλα μου και πούλησε τα.
Ο νέος έκανε ότι του είπε η μηλιά . Μετά από πολύ καιρό εμφανίστηκε πάλι ο νέος. Η μηλιά χάρηκε και του ζήτησε να παίξουν.
-Δεν μπορώ είμαι μεγάλος πια. Θέλω να παντρευτώ αλλά δεν έχω σπίτι.
-Δυστυχώς, είπε η μηλιά, σπίτι δεν μπορώ να σου δώσω. Το σπίτι μου είναι αυτό το λιβάδι. Αλλά μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να τα χρησιμοποιήσεις.
Ο νέος έκανε ότι του είπε η μηλιά. Πέρασαν χρόνια μέχρι να εμφανισθεί πάλι ο νέος ως άνδρας. Η μηλιά τον είδε πάλι στεναχωρεμενο. Και ο νέος εξήγησε πως ήθελε να κάνει μια βάρκα να ψαρεύει, για να θρέψη την οικογένεια του.
-Κόψε τον κορμό μου, είπε η μηλιά, και κάνε την βάρκα.
Ο άνδρας υπάκουσε και αυτή την φορά. Πέρασαν παρά πολλά χρόνια ώσπου να εμφανισθεί πάλι ο άνδρας. Γέρος πλέον με άσπρη γενειάδα . Η μηλιά με το ζόρι τον γνώρισε.
-Πού είσαι φίλε μου; τον ρώτησε.
- Η ζωή με κούρασε, είπε ο άνδρας. Το μόνο που θέλω είναι να ηρεμήσω και να χαλαρώσω...
Η μηλιά τον κοίταξε με λύπηση.
-Φίλε μου, δεν ξέρω αν έχω να σου δώσω κάτι. Σου έδωσα τους καρπούς μου, τα κλαδιά μου, ακόμα και τον κορμό μου. Είμαι πια ένα ξερό κουφάρι. Αλλά αν θέλεις κάθισε κάτω και ακούμπησε την πλάτη σου επάνω μου να ξαποστάσεις...
(Μας έστειλε η Μαρία Μ., Β΄τάξη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου