Λέων Τολστόι
Ο παππούς και το εγγονάκι
Ο παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν, δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. Ο γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει στη μεγάλη χτιστή θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Ο παππούς και το εγγονάκι
Ο παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν, δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. Ο γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει στη μεγάλη χτιστή θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε απ’ τα χέρια , έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως από δω και πέρα θα του ’διναν να τρώει στη ξύλινη γαβάθα. Ο παππούς αναστέναξε και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας και η γυναίκα του παρατήρησαν πως ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. Ο πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:
-Τι φτιάχνεις εκεί Μίσα;
Κι ο Μίσα απαντά:
- Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα πατερούλη. Όταν εσύ και η μαμά μου γεράσετε , θα σας ταΐζω σ’ αυτήν τη γαβάθα.
Ο άντρας και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσαν ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.
(Συμπεριλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο της Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου)
Τι μας θυμήσατε κ.?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως, πέρυσι τέτοια εποχή είχαμε κάνει στην τάξη το συγκεκριμένο κείμενο... Μόλις το διδάχτηκε και η φετινή Ά Γυμνασίου!Άρεσε και πάλι πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή